πανημέριος

πανημέριος
πανημέριος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πανημέριος — και δωρ. τ. παναμέριος, ία ον, Α 1. αυτός που διαρκεί ολόκληρη την ημέρα 2. αυτός που περνά όλη την ημέρα κάνοντας κάτι 3. αυτός που αποτελείται από ολόκληρη την ημέρα («τίς σε παναμέριος ὅδε χρόνος μένει», Ευρ.) 4. προσωνυμία τού Διός 5. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • πανημερίων — πανημέριος fem gen pl πανημέριος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανημερίως — πανημέριος adverbial πανημέριος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανημέριον — πανημέριος masc acc sg πανημέριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανημερίη — πανημέριος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανημερίην — πανημέριος fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανημερίης — πανημέριος fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανημερίοις — πανημέριος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανημερίοισιν — πανημέριος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανημερίου — πανημέριος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”